αποκριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκριτικός < ελληνιστική κοινή ἀποκριτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αποκριτικός, -ή, -ό
- που αποκρίνεται
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκριτικός