αποκρυστάλλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκρυστάλλωση οι αποκρυσταλλώσεις
      γενική της αποκρυστάλλωσης* των αποκρυσταλλώσεων
    αιτιατική την αποκρυστάλλωση τις αποκρυσταλλώσεις
     κλητική αποκρυστάλλωση αποκρυσταλλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρυσταλλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκρυστάλλωση < αποκρυσταλλώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cristallisation)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποκρυστάλλωση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]