αποκρυφολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκρυφολογία < απόκρυφος + -ο- + -λογία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occultisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκρυφολογία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκρυφολογία
|