αποκρύπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκρύπτω < αρχαία ελληνική ἀποκρύπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποκρύπτω
- κρύβω κάτι, δεν το ανακοινώνω, κρατάω κάτι κρυφό ή μυστικό