αποκρύψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποκρύψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρύπτω
- θα αποκρύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρύπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποκρύψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόκρυψη