αποκόβομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκόβομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποκόβω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκόβομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]