απολέπισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολέπισμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του απολέπιση
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολέπισμα
|