απολήψιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολήψιμος η απολήψιμη το απολήψιμο
      γενική του απολήψιμου της απολήψιμης του απολήψιμου
    αιτιατική τον απολήψιμο την απολήψιμη το απολήψιμο
     κλητική απολήψιμε απολήψιμη απολήψιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολήψιμοι οι απολήψιμες τα απολήψιμα
      γενική των απολήψιμων των απολήψιμων των απολήψιμων
    αιτιατική τους απολήψιμους τις απολήψιμες τα απολήψιμα
     κλητική απολήψιμοι απολήψιμες απολήψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολήψιμος < απόληψη + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

απολήψιμος, -η, -ο

  • που μπορούμε να τον πάρουμε, να τον εξάγουμε
    Το εξαιρετικά εκτεταμένο κοίτασμα που θεωρείται απόλυτα εκμεταλλεύσιμο περιέχει πιθανή ποσότητα 20 δισεκατομμυρίων βαρελιών που θα μπορούσε θεωρητικά να είναι απολήψιμο από την ευρύτερη περιοχή. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της ποσότητας, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι τα πετρέλαια που αντλήθηκαν από τον Πρίνο στη Θάσο ήταν συνολικά περίπου 100 εκατομμύρια βαρέλια, δηλαδή οι ειδικοί αναφέρονται σε περίπου... «200 Πρίνους» στην Ανατολική Μεσόγειο! (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]