απολήψιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απολήψιμος, -η, -ο
- που μπορούμε να τον πάρουμε, να τον εξάγουμε
- Το εξαιρετικά εκτεταμένο κοίτασμα που θεωρείται απόλυτα εκμεταλλεύσιμο περιέχει πιθανή ποσότητα 20 δισεκατομμυρίων βαρελιών που θα μπορούσε θεωρητικά να είναι απολήψιμο από την ευρύτερη περιοχή. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της ποσότητας, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι τα πετρέλαια που αντλήθηκαν από τον Πρίνο στη Θάσο ήταν συνολικά περίπου 100 εκατομμύρια βαρέλια, δηλαδή οι ειδικοί αναφέρονται σε περίπου... «200 Πρίνους» στην Ανατολική Μεσόγειο! (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις απόληψη, απολαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολήψιμος