απολαδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολαδώνω < απο- + λάδι + -ώνω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ρήμα[επεξεργασία]

απολαδώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]