απολεπίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]απολεπίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολεπίζω
- θα απολεπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολεπίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]απολεπίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απολέπιση