απολησμονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απολησμονιά | οι | απολησμονιές |
γενική | της | απολησμονιάς | των | απολησμονιών |
αιτιατική | την | απολησμονιά | τις | απολησμονιές |
κλητική | απολησμονιά | απολησμονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολησμονιά < μεσαιωνική ελληνική απολησμονιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απολησμονιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η λήθη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολησμονιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)