απολιγνιτοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απολιγνιτοποίηση | οι | απολιγνιτοποιήσεις |
γενική | της | απολιγνιτοποίησης* | των | απολιγνιτοποιήσεων |
αιτιατική | την | απολιγνιτοποίηση | τις | απολιγνιτοποιήσεις |
κλητική | απολιγνιτοποίηση | απολιγνιτοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολιγνιτοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολιγνιτοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η παύση χρήσης του λιγνίτη ως καυσίμου στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος
- ※ Το ζήτημα της απολιγνιτοποίησης κυριάρχησε και στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συνεδρίου την περασμένη εβδομάδα. (από το ρεπορτάζ «Σε αναβρασμό η Δυτική Μακεδονία για την απολιγνιτοποίηση», energia.gr (7 Οκτωβρίου 2019)· πρόσβαση: 2019-11-04)
- ※ Σε όλη τη κουβέντα περί της απολιγνιτοποιήσεως, η τοπική κοινωνία ήταν παρούσα σε κάθε βήμα (Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, 8/12/2021 [1])
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολιγνιτοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)