απολιγνιτοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολιγνιτοποίηση οι απολιγνιτοποιήσεις
      γενική της απολιγνιτοποίησης* των απολιγνιτοποιήσεων
    αιτιατική την απολιγνιτοποίηση τις απολιγνιτοποιήσεις
     κλητική απολιγνιτοποίηση απολιγνιτοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολιγνιτοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολιγνιτοποίηση < απο- + λιγνίτης + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απολιγνιτοποίηση θηλυκό

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]