απολιγνιτοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απολιγνιτοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η παύση χρήσης του λιγνίτης ως καυσίμου στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος
- ※ Το ζήτημα της απολιγνιτοποίησης κυριάρχησε και στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συνεδρίου την περασμένη εβδομάδα […] (από το ρεπορτάζ «Σε αναβρασμό η Δυτική Μακεδονία για την απολιγνιτοποίηση», energia.gr (7 Οκτωβρίου 2019)· πρόσβαση: 2019-11-04).
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολιγνιτοποίηση