απολιπαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπολιπαίνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολιπαίνω < απο- + λιπαίνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dégraisser)

Ρήμα[επεξεργασία]

απολιπαίνω (παθητική φωνή: απολιπαίνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]