απολιπαντικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολιπαντικός < απολιπαίνω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]απολιπαντικός
- (χημεία) που συντελεί / συμβάλλει στην απολίπανση
- (ουσιαστικοποιημένο) απολιπαντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολιπαντικός
|