Μετάβαση στο περιεχόμενο

απολιπαντικός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολιπαντικός η απολιπαντική το απολιπαντικό
      γενική του απολιπαντικού της απολιπαντικής του απολιπαντικού
    αιτιατική τον απολιπαντικό την απολιπαντική το απολιπαντικό
     κλητική απολιπαντικέ απολιπαντική απολιπαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολιπαντικοί οι απολιπαντικές τα απολιπαντικά
      γενική των απολιπαντικών των απολιπαντικών των απολιπαντικών
    αιτιατική τους απολιπαντικούς τις απολιπαντικές τα απολιπαντικά
     κλητική απολιπαντικοί απολιπαντικές απολιπαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απολιπαντικός < απολιπαίνω + -τικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

απολιπαντικός

  1. (χημεία) που συντελεί / συμβάλλει στην απολίπανση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) απολιπαντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]