απολιόρκητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολιόρκητος < (ελληνιστική κοινή) ἀπολιόρκητος
Επίθετο[επεξεργασία]
απολιόρκητος, -η, -ο
- που δεν έχει πολιορκηθεί ή δεν μπορεί να πολιορκηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολιόρκητος