απολλαπλασίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολλαπλασίαστος < α- + πολλαπλασιάζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απολλαπλασίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει πολλαπλασιαστεί ή δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απολλαπλασίαστα
- → δείτε τις λέξεις πολλαπλασιάζω, πολλαπλάσιος και πολύς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολλαπλασίαστος
|