απολλαπλασίαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολλαπλασίαστος η απολλαπλασίαστη το απολλαπλασίαστο
      γενική του απολλαπλασίαστου της απολλαπλασίαστης του απολλαπλασίαστου
    αιτιατική τον απολλαπλασίαστο την απολλαπλασίαστη το απολλαπλασίαστο
     κλητική απολλαπλασίαστε απολλαπλασίαστη απολλαπλασίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολλαπλασίαστοι οι απολλαπλασίαστες τα απολλαπλασίαστα
      γενική των απολλαπλασίαστων των απολλαπλασίαστων των απολλαπλασίαστων
    αιτιατική τους απολλαπλασίαστους τις απολλαπλασίαστες τα απολλαπλασίαστα
     κλητική απολλαπλασίαστοι απολλαπλασίαστες απολλαπλασίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολλαπλασίαστος < α- + πολλαπλασιάζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απολλαπλασίαστος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]