απολογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολογισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολογισμός αρσενικό
- η μεθοδική καταγραφή των λογαριασμών διαχειρίσεως
- η έκθεση και δικαιολόγηση πράξεων για τις οποίες είναι κανείς υπεύθυνος