απολυμαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολυμαίνω < αρχαία ελληνική ἀπολυμαίνομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

απολυμαίνω

  • καθαρίζω ένα χώρο ή ένα αντικείμενο ή το σώμα ή περιοχή του σώματος, ώστε να εξαλειφθούν οι νοσογόνοι μικροοργανισμοί
ο γιατρός απολύμανε' το τραύμα με ιώδιο
το συνεργείο του δήμου απολύμανε τις δημοτικές τουαλέτες
η μητέρα έβρασε το μπουκάλι του μωρού, για να το απολυμάνει, πριν του δώσει το γάλα του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]