απολυταρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολυταρχία < απόλυτος + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική absolutisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απολυταρχία θηλυκό
- (πολιτική) ολοκληρωτικό καθεστώς στο οποίο όλες οι εξουσίες (εκτελεστική,νομοθετική, δικαστική) είναι συγκεντρωμένες σε μία, υπό τον έλεγχο του μονάρχη. Ο μονάρχης δεν εκλέγεται, αλλάζει συνήθως από πατέρα σε γιο.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- απολυταρχικά
- απολυταρχικός
- απολυταρχικότητα
- απολυταρχισμός
- → δείτε τις λέξεις απόλυτος και άρχω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολυταρχία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)