απολυτρωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολυτρωτής < απολυτρώνω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απολυτρωτής αρσενικό
- αυτός που απολυτρώνει
απολυτρωτής αρσενικό