απομάγευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομάγευση οι απομαγεύσεις
      γενική της απομάγευσης* των απομαγεύσεων
    αιτιατική την απομάγευση τις απομαγεύσεις
     κλητική απομάγευση απομαγεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομαγεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομάγευση < απομαγεύω + -ση (μορφολογικά αναλύεται σε: απο- + μάγευση), γερμανική Entzauberung, όρος που δανείστηκε και χρησιμοποίησε κοινωνιολογικά ο Μαξ Βέμπερ (1864–1920) από τον Φρίντριχ Σίλερ (1759–1805)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απομάγευση θηλυκό

  • (φιλοσοφία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απομαγεύω, η επικράτηση του ορθολογισμού αντί για τις θρησκευτικές δοξασίες, το ξεμάγεμα
    ※  Αν τα προϊόντα της πολιτιστικής βιομηχανίας επαναμαγεύουν τον εξορθολογισμένο κόσμο μέσω του τεχνικού τους ορθολογισμού, για τα έργα τέχνης που μπορούν να ονομαστούν αυθεντικά ο Αντόρνο θεωρεί ότι «η μαγεία του συνιστά απομάγευση».
    Γιώργος Σαγκριώτης, «Η τέχνη ως εμπόρευμα. Κριτική παράδοση και κριτική της κριτικής», Τετράδια Μαρξισμού, τεύχος 7 (Καλοκαίρι 2018)· πρόσβαση: 2019-12-26.
    ※  σύμφωνα με την ερμη­νεία που δίνει ο Μαξ Βέμπερ, η έκφραση απομάγευση του κόσμου[2] έχει μια πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία, που είναι «ο εξοβελισμός της μαγείας ως τε­χνικής σωτηρίας».
    Ξενοφώντας Μπρουντζάκης, παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Marcel Gauchet, Η απομάγευση του κόσμου. Μια πολιτική ιστορία της θρησκείας, στο: topontiki.gr (10 Ιουνίου 2011)· πρόσβαση: 2019-12-26.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βλ. R. Jenkins, «Disenchantment, Enchantment and Re-Enchantment: Max Weber at the Millennium», Max Weber Studies 1,1 (Νοέμβριος 2000), σ. 11.
  2. Entzauberung der Welt στα γερμανικά.