απομένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απομένω < (ελληνιστική κοινή) ἀπομένω < ἀπό + αρχαία ελληνική μένω
Ρήμα
[επεξεργασία]απομένω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομένω | απέμενα | θα απομένω | να απομένω | απομένοντας | |
β' ενικ. | απομένεις | απέμενες | θα απομένεις | να απομένεις | απόμενε | |
γ' ενικ. | απομένει | απέμενε | θα απομένει | να απομένει | ||
α' πληθ. | απομένουμε | απομέναμε | θα απομένουμε | να απομένουμε | ||
β' πληθ. | απομένετε | απομένατε | θα απομένετε | να απομένετε | απομένετε | |
γ' πληθ. | απομένουν(ε) | απέμεναν απομέναν(ε) |
θα απομένουν(ε) | να απομένουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέμεινα | θα απομείνω | να απομείνω | απομείνει | ||
β' ενικ. | απέμεινες | θα απομείνεις | να απομείνεις | απόμεινε | ||
γ' ενικ. | απέμεινε | θα απομείνει | να απομείνει | |||
α' πληθ. | απομείναμε | θα απομείνουμε | να απομείνουμε | |||
β' πληθ. | απομείνατε | θα απομείνετε | να απομείνετε | απομείντε | ||
γ' πληθ. | απέμειναν απομείναν(ε) |
θα απομείνουν(ε) | να απομείνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απομείνει | είχα απομείνει | θα έχω απομείνει | να έχω απομείνει | ||
β' ενικ. | έχεις απομείνει | είχες απομείνει | θα έχεις απομείνει | να έχεις απομείνει | ||
γ' ενικ. | έχει απομείνει | είχε απομείνει | θα έχει απομείνει | να έχει απομείνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απομείνει | είχαμε απομείνει | θα έχουμε απομείνει | να έχουμε απομείνει | ||
β' πληθ. | έχετε απομείνει | είχατε απομείνει | θα έχετε απομείνει | να έχετε απομείνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απομείνει | είχαν απομείνει | θα έχουν απομείνει | να έχουν απομείνει |
|