απομίμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απομίμηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απομίμηση θηλυκό
- η κατασκευή ενός αντιγράφου που προσπαθεί να μιμηθεί ένα γνωστό πρωτότυπο έργο
- εμπορικό προϊόν που προσπαθεί να μιμηθεί το αντίστοιχο που κατασκευάζεται/παρασκευάζεται από γνωστές μεγάλες εταιρείες, συνήθως χαμηλότερης ποιότητας και τιμής από το γνήσιο
[επεξεργασία]
- απομιμούμαι
- → δείτε τη λέξη μίμηση