Μετάβαση στο περιεχόμενο

απομαγνητίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απομαγνητίζω < απο- + μαγνητίζω (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démagnétiser < (ελληνιστική κοινή) Μαγνήτης (λίθος) < αρχαία ελληνική Μαγνῆτις (λίθος) < Μαγνησία < Μάγνης

απομαγνητίζω (παθητική φωνή: απομαγνητίζομαι)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]