απομνημονεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομνημονεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

απομνημονεύω

  • μαθαίνω κάτι (π.χ. ένα κείμενο, έναν αριθμό) ώστε να μπορώ να το επαναλαμβάνω από μνήμης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • αποστηθίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]