απομονωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απομονωτής οι απομονωτές
      γενική του απομονωτή των απομονωτών
    αιτιατική τον απομονωτή τους απομονωτές
     κλητική απομονωτή απομονωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το σύμβολο του απομονωτή

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομονωτής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απομονωτής αρσενικό

  • (ηλεκτρολογία) Ηλεκτρικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει στην έξοδό του την ίδια τάση με την είσοδο, χωρίς όμως να τραβάει ρεύμα από την είσοδο. Έχει δηλαδή μεγάλη αντίσταση εισόδου.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]