απομονωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απομονωτισμός < απομονωτικός + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απομονωτισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- η τάση για απομόνωση
- (πολιτική) η τάση στην πολιτική πρακτική ενός κράτους να απομονώνεται και να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις άλλων κρατών ούτε να επιτρέπει άλλους να αναμειγνύονται στα εσωτερικά του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απομονωτισμός