απομονωτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απομονωτισμός οι απομονωτισμοί
      γενική του απομονωτισμού των απομονωτισμών
    αιτιατική τον απομονωτισμό τους απομονωτισμούς
     κλητική απομονωτισμέ απομονωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομονωτισμός < απομονωτικός + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απομονωτισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. η τάση για απομόνωση
  2. (πολιτική) η τάση στην πολιτική πρακτική ενός κράτους να απομονώνεται και να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις άλλων κρατών ούτε να επιτρέπει άλλους να αναμειγνύονται στα εσωτερικά του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]