απομονώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απομονώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απομονώνω
- θα απομονώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απομονώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απομονώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απομόνωση