απομουρλαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομουρλαίνω < απο- + μουρλαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

απομουρλαίνω (παθητική φωνή: απομουρλαίνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]