απομυελίνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομυελίνωση οι απομυελινώσεις
      γενική της απομυελίνωσης* των απομυελινώσεων
    αιτιατική την απομυελίνωση τις απομυελινώσεις
     κλητική απομυελίνωση απομυελινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομυελινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομυελίνωση < απο- + μυελίνωση < μυελίνη < μυελός < αρχαία ελληνική μυελός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική demyelinating)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απομυελίνωση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]