απομυελίνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απομυελίνωση | οι | απομυελινώσεις |
γενική | της | απομυελίνωσης* | των | απομυελινώσεων |
αιτιατική | την | απομυελίνωση | τις | απομυελινώσεις |
κλητική | απομυελίνωση | απομυελινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομυελινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απομυελίνωση < απο- + μυελίνωση < μυελίνη < μυελός < αρχαία ελληνική μυελός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική demyelinating)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απομυελίνωση θηλυκό
- (ιατρική) απώλεια ή καταστροφή του μυελώδους ελύτρου από τον άξονα των νευρικών κυττάρων, που οδηγεί στη σκλήρυνση κατά πλάκας (πολλαπλή σκλήρυνση)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απομυελίνωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)