απομυθοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομυθοποίηση οι απομυθοποιήσεις
      γενική της απομυθοποίησης* των απομυθοποιήσεων
    αιτιατική την απομυθοποίηση τις απομυθοποιήσεις
     κλητική απομυθοποίηση απομυθοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομυθοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομυθοποίηση < απομυθοποιώ + -ση < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εntmythologisierung

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απομυθοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]