απομυθοποιητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απομυθοποιητικός < απομυθοποιώ + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
απομυθοποιητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απομυθοποίηση, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απομυθοποιητικά
- → δείτε τις λέξεις απομυθοποιώ, από και μύθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απομυθοποιητικός