αποναζιστικοποιήσεως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αποναζιστικοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποναζιστικοποίηση
- εναλλακτικά: αποναζιστικοποίησης
αποναζιστικοποιήσεως θηλυκό