απονεκρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απονεκρωμένος η απονεκρωμένη το απονεκρωμένο
      γενική του απονεκρωμένου της απονεκρωμένης του απονεκρωμένου
    αιτιατική τον απονεκρωμένο την απονεκρωμένη το απονεκρωμένο
     κλητική απονεκρωμένε απονεκρωμένη απονεκρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απονεκρωμένοι οι απονεκρωμένες τα απονεκρωμένα
      γενική των απονεκρωμένων των απονεκρωμένων των απονεκρωμένων
    αιτιατική τους απονεκρωμένους τις απονεκρωμένες τα απονεκρωμένα
     κλητική απονεκρωμένοι απονεκρωμένες απονεκρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απονεκρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονεκρώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

απονεκρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει απονεκρωθεί ή αναισθητοιηθεί
  2. (μεταφορικά) που έχει πέσει σε ηθικό ή οικονομικό μαρασμό, σε παρακμή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]