απονεκρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απονεκρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονεκρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
απονεκρωμένος, -η, -ο
- που έχει απονεκρωθεί ή αναισθητοιηθεί
- (μεταφορικά) που έχει πέσει σε ηθικό ή οικονομικό μαρασμό, σε παρακμή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απονεκρωμένος
|