απονεκρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποναρκώνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απονεκρώνω < αρχαία ελληνική ἀπονεκρόω / ἀπονεκρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

απονεκρώνω (παθητική φωνή: απονεκρώνομαι)

  1. κάνω κάτι νεκρό, το νεκρώνω
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω εντελώς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]