Μετάβαση στο περιεχόμενο

απονευρώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απονευρώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀπονευρόομαι / ἀπονευροῦμαι < ἀπό + αρχαία ελληνική νεῦρον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.po.neˈvɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απονευρώνω

απονευρώνω, αόρ.: απονεύρωσα, παθ.φωνή: απονευρώνομαι, π.αόρ.: απονευρώθηκα, μτχ.π.π.: απονευρωμένος

  1. (ιατρική) αποσυνδέω κάτι από το νευρικό σύστημα
  2. (μεταφορικά) αποδυναμώνω, εξασθενίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις από και νεύρο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]