αποπάζαρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποπάζαρα
- (ιδιωματικό) μετά τη λήξη του παζαριού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποπάζαρα
|
αποπάζαρα
|