αποπαίρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποπαίρνω < από + παίρνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποπαίρνω

  1. κατσαδιάζω, επιπλήττω
    Συγχώρεσέ τον και μην τον αποπαίρνεις. Μικρό παιδί είναι ακόμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]