αποπαγοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αποπαγοποιώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπαγοποιώ | αποπαγοποιούσα | θα αποπαγοποιώ | να αποπαγοποιώ | αποπαγοποιώντας | |
β' ενικ. | αποπαγοποιείς | αποπαγοποιούσες | θα αποπαγοποιείς | να αποπαγοποιείς | (αποπαγοποίει) | |
γ' ενικ. | αποπαγοποιεί | αποπαγοποιούσε | θα αποπαγοποιεί | να αποπαγοποιεί | ||
α' πληθ. | αποπαγοποιούμε | αποπαγοποιούσαμε | θα αποπαγοποιούμε | να αποπαγοποιούμε | ||
β' πληθ. | αποπαγοποιείτε | αποπαγοποιούσατε | θα αποπαγοποιείτε | να αποπαγοποιείτε | αποπαγοποιείτε | |
γ' πληθ. | αποπαγοποιούν(ε) | αποπαγοποιούσαν(ε) | θα αποπαγοποιούν(ε) | να αποπαγοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπαγοποίησα | θα αποπαγοποιήσω | να αποπαγοποιήσω | αποπαγοποιήσει | ||
β' ενικ. | αποπαγοποίησες | θα αποπαγοποιήσεις | να αποπαγοποιήσεις | αποπαγοποίησε | ||
γ' ενικ. | αποπαγοποίησε | θα αποπαγοποιήσει | να αποπαγοποιήσει | |||
α' πληθ. | αποπαγοποιήσαμε | θα αποπαγοποιήσουμε | να αποπαγοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αποπαγοποιήσατε | θα αποπαγοποιήσετε | να αποπαγοποιήσετε | αποπαγοποιήστε | ||
γ' πληθ. | αποπαγοποίησαν αποπαγοποιήσαν(ε) |
θα αποπαγοποιήσουν(ε) | να αποπαγοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποπαγοποιήσει | είχα αποπαγοποιήσει | θα έχω αποπαγοποιήσει | να έχω αποπαγοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποπαγοποιήσει | είχες αποπαγοποιήσει | θα έχεις αποπαγοποιήσει | να έχεις αποπαγοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποπαγοποιήσει | είχε αποπαγοποιήσει | θα έχει αποπαγοποιήσει | να έχει αποπαγοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπαγοποιήσει | είχαμε αποπαγοποιήσει | θα έχουμε αποπαγοποιήσει | να έχουμε αποπαγοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποπαγοποιήσει | είχατε αποπαγοποιήσει | θα έχετε αποπαγοποιήσει | να έχετε αποπαγοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπαγοποιήσει | είχαν αποπαγοποιήσει | θα έχουν αποπαγοποιήσει | να έχουν αποπαγοποιήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποπαγοποιώ
|