αποπειρώμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποπειρώμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αποπειρώμαι (αποθετικό ρήμα)
- κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να πετύχω κάτι
- κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να πετύχω κάτι χωρίς να το πετυχαίνω
- αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει