αποπειρώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποπειρώμαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αποπειρώμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να πετύχω κάτι
  2. κάνω μια απόπειρα, προσπαθώ, δοκιμάζω να πετύχω κάτι χωρίς να το πετυχαίνω
    αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]