αποπληθωρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπληθωρισμένος < αποπληθωρισμός + -μένος
Μετοχή[επεξεργασία]
αποπληθωρισμένος, -η, -ο
- (οικονομία) που προκύπτει αν αφαιρέσουμε το ποσό που προέρχεται απ’ τον πληθωρισμό