αποπληρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποπληρώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀποπληρόω, -ῶ

αποπληρώνω

  • καταβάλλω το σύνολο του ποσού που οφείλω, εξοφλώ χρέος στο σύνολό του


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]