αποπνικτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπνικτικά < αποπνικτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποπνικτικά
- με αποπνικτικό τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποπνικτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αποπνικτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποπνικτικό