αποποινικοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποποινικοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποποινικοποιώ
- θα αποποινικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποποινικοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποποινικοποιήσεις θηλυκό