αποποινικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποποινικοποιώ < απο- + ποινικοποιώ < ποινικός + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποποινικοποιώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]