αποπροσανατολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποπροσανατολισμός < αποπροσανατολίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désorientation)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποπροσανατολισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποπροσανατολίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποπροσανατολισμός