αποπροσωποποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποπροσωποποιώ < απο- + προσωποποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική depersonalize)

Ρήμα[επεξεργασία]

αποπροσωποποιώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]