απορριμματοφόρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απορριμματοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο απορριμματοφόρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απορριμματοφόρο ουδέτερο
- όχημα περισυλλογής και μεταφοράς σκουπιδιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- σκουπιδιάρα
- σκυβαλοφόρο στην κυπριακή διάλεκτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απορριμματοφόρο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]απορριμματοφόρο
- αιτιατική ενικού του απορριμματοφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απορριμματοφόρος