απορρινίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απορρινίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του απορρίνιση
- εναλλακτικά: απορρίνισης
απορρινίσεως θηλυκό