απορροφιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απορροφιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος απορροφώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | απορροφιέμαι | απορροφιόμουν(α) | θα απορροφιέμαι | να απορροφιέμαι | ||
β' ενικ. | απορροφιέσαι | απορροφιόσουν(α) | θα απορροφιέσαι | να απορροφιέσαι | ||
γ' ενικ. | απορροφιέται | απορροφιόταν(ε) | θα απορροφιέται | να απορροφιέται | ||
α' πληθ. | απορροφιόμαστε | απορροφιόμαστε απορροφιόμασταν |
θα απορροφιόμαστε | να απορροφιόμαστε | ||
β' πληθ. | απορροφιέστε | απορροφιόσαστε απορροφιόσασταν |
θα απορροφιέστε | να απορροφιέστε | απορροφιέστε | |
γ' πληθ. | απορροφιούνται | απορροφιόνταν(ε) απορροφιούνταν απορροφιόντουσαν |
θα απορροφιούνται | να απορροφιούνται | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απορροφήθηκα | θα απορροφηθώ | να απορροφηθώ | απορροφηθεί | ||
β' ενικ. | απορροφήθηκες | θα απορροφηθείς | να απορροφηθείς | απορροφήσου | ||
γ' ενικ. | απορροφήθηκε | θα απορροφηθεί | να απορροφηθεί | |||
α' πληθ. | απορροφηθήκαμε | θα απορροφηθούμε | να απορροφηθούμε | |||
β' πληθ. | απορροφηθήκατε | θα απορροφηθείτε | να απορροφηθείτε | απορροφηθείτε | ||
γ' πληθ. | απορροφήθηκαν απορροφηθήκαν(ε) |
θα απορροφηθούν(ε) | να απορροφηθούν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απορροφηθεί | είχα απορροφηθεί | θα έχω απορροφηθεί | να έχω απορροφηθεί | απορροφημένος | |
β' ενικ. | έχεις απορροφηθεί | είχες απορροφηθεί | θα έχεις απορροφηθεί | να έχεις απορροφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απορροφηθεί | είχε απορροφηθεί | θα έχει απορροφηθεί | να έχει απορροφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απορροφηθεί | είχαμε απορροφηθεί | θα έχουμε απορροφηθεί | να έχουμε απορροφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απορροφηθεί | είχατε απορροφηθεί | θα έχετε απορροφηθεί | να έχετε απορροφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απορροφηθεί | είχαν απορροφηθεί | θα έχουν απορροφηθεί | να έχουν απορροφηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απορροφιέμαι